υποκαθαίρω

υποκαθαίρω
ὑποκαθαίρω ΝΑ
ιατρ. καθαρίζω τον εντερικό σωλήνα με καθαρτικό, προκαλώ κενώσεις με χρήση καθαρτικών ή με άλλο τρόπο
αρχ.
εκβάλλω, αποβάλλω με κάθαρση («ὑποκαθαίρει τὴν κόπρον», Γρηγ. Νύσσ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)-* + καθαίρω «καθαρίζω»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • υποκάθαρσις — άρσεως, ἡ, Α [ὑποκαθαίρω] η ενέργεια τού υποκαθαίρω, κάθαρση τού εντερικού σωλήνα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”